εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… … Dictionary of Greek
προσεκσπώ — άω, Α αποσπώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκσπῶ «αποσπώ με τη βία»] … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
συνεκσπώ — άω, Μ αποσπώ, ξεκολλάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκσπῶ «ξεσπώ, αποσπώ βίαια»] … Dictionary of Greek
υπεκσπώ — άω, Μ αποσπώ κάτι από κάτω ή κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκσπῶ «αποσπώ, σύρω, τραβώ»] … Dictionary of Greek