εκσπώ

εκσπώ
(α) (αόρ. (ε)ξέσπασα, παθ. αόρ. εξεσπάσθην) 1. αμετ. разражаться; обрушиваться;
εξέσπασεν εις δάκρυα (είς γέλωτας) он разразился слезами (смехом); (ε)ξέσπασε το κακό обрушилась беда; (ε)ξέσπασε η βροχή хлынул дождь; 2. μετ. отрывать (от чего-л.), вырывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκσπώ" в других словарях:

  • εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… …   Dictionary of Greek

  • προσεκσπώ — άω, Α αποσπώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκσπῶ «αποσπώ με τη βία»] …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • συνεκσπώ — άω, Μ αποσπώ, ξεκολλάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκσπῶ «ξεσπώ, αποσπώ βίαια»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκσπώ — άω, Μ αποσπώ κάτι από κάτω ή κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκσπῶ «αποσπώ, σύρω, τραβώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»